διακωμωδούμαι

διακωμωδούμαι
διακωμωδούμαι, διακωμωδήθηκα, διακωμωδημένος βλ. πίν. 74

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αλληλοδιακωμωδούμαι — ( έομαι) διακωμωδώ κάποιον και συγχρόνως διακωμωδούμαι από αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + διακωμωδώ (ούμαι)] …   Dictionary of Greek

  • ενασελγαίνω — ἐνασελγαίνω (AM) αρχ. 1. φέρομαι ακόλαστα, ασελγώ σε κάτι 2. καθυβρίζομαι, διακωμωδούμαι μσν. φέρομαι αισχρά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”